πνευμονορραγία

πνευμονορραγία
η, Ν
1. ιατρ. αιμορραγία από τους πνεύμονες, αιμόπτυση
2. διήθηση αίματος στους πνεύμονες, αιμορραγία μέσα στις κυψελίδες τών πνευμόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”